- κατεφθός
- κατεφθός, -όν (Α)βρασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατεφθός (< κατ[α]-* + ἑφθός «βρασμένος») σχηματίστηκε ανομοιωτικά από το καθ-εφθός, με την ίδια σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάθεφθος — και κάτεφθος, ον (Α) βρασμένος καλά, καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑφθός (< ἕψω «βράζω»). Μαρτυρείται και ο τ. κάτ εφθος, που θα περίμενε κανείς, λόγω τού νόμου τής ανομοιώσεως τών δασέων] … Dictionary of Greek